μπράουνιγκ

μπράουνιγκ
το άκλ. браунинг

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπράουνιγκ" в других словарях:

  • Παπαδάκη, Σοφία (Μαυροειδή) — (Φουρνή Κρήτης 1905 – Αθήνα 1977). Ποιήτρια και πεζογράφος. Τελείωσε το διδασκαλείο Ηρακλείου και υπηρέτησε τρία χρόνια στη δημοτική εκπαίδευση. Φοίτησε έπειτα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και αποφοίτησε το 1930. Το 1930 πήρε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»